- κόμπλεξ
- το(λ. αγγλ.), άκλ., σύμπλεγμα, συναίσθημα κατωτερότητας (δειλίας, φόβου, διστακτικότητας κτλ.) στην κοινωνική συμπεριφορά ενός ατόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.