κόμπλεξ

κόμπλεξ
το
(λ. αγγλ.), άκλ., σύμπλεγμα, συναίσθημα κατωτερότητας (δειλίας, φόβου, διστακτικότητας κτλ.) στην κοινωνική συμπεριφορά ενός ατόμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόμπλεξ — και κομπλέξ, το (ψυχολ.) σύμπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. complex < λατ. ουσ. complexus «εναγκαλισμός» < complexus, μτχ. τού ρ. complector «περιβάλλω, εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κομπλάρω — 1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω») 2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • κομπλεξικός — ή, ό αυτός που κατέχεται από κόμπλεξ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύμπλεγμα — το 1. ό,τι προήλθε από πλοκή, από σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων: Τα συμπλέγματα ντζ και ντσ πρέπει να τα ξεχωρίζουμε στην προφορά από τα απλά τζ και τσ. 2. παράσταση γλυπτή ή γραφική προσώπων, ζώων κτλ., που εικονίζονται πολύ κοντά το ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”